Πορεία στα τυφλά κι εφέτος για τα ελαιοτριβεία

Το ασαφές νομικό πλαίσιο με τους αυστηρούς περιβαλλοντικούς όρους, αλλά και η αδυναμία της Περιφέρειας και των ίδιων των παραγωγών να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας και της αγοράς, αντίστοιχα, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα ικανό να ανατρέψει όλα όσα μέχρι σήμερα γνωρίζαμε στην αγορά λαδιού.

Μπροστά σ’ αυτό το πλαίσιο και την δυναμική παρουσία των ιδιοκτητών ελαιοτριβείων της Λέσβου στη συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου που προηγήθηκε της έκτακτης, το συμβούλιο υποχρεώθηκε σε μια ακόμη πολιτική απόφαση, προσωρινής επέκτασης των αδειών λειτουργίας των ελαιοτριβείων και απευθυνόμενο παράλληλα στο υπουργείο Περιβάλλοντος αναζητά τρόπους έκπτωσης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ώστε αντί να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της παραγωγής απλά να παρακαμφθεί.

Χαρακτηριστικό είναι ότι στην επιστολή του το περιφερειακό συμβούλιο προς το ΥΠΕΚΑ ζητά την τροποποίηση της ΚΥΑ 145116/ΦΕΚ 354 Β/2011 (περί επαναχρησιμοποίησης επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων) όσον αφορά τα απόβλητα των ελαιουργείων, ώστε να επιτραπεί η διάθεσή τους στο έδαφος για άρδευση και επεξεργασία όταν είναι γνωστή απο διεθνείς μελέτες η επικινδυνοτητα του “κατσίγερου” ή αλλιώς της μούργας, όπως την ονομάζουμε στη Χίο.

Επίσης, μεταξύ άλλων, ζητά την “ελαστικοποίηση των παραμέτρων – ορίων για τα ελαιουργεία του Π. Δ. 1180/81 για «παραγωγή, επεξεργασία φυτικών, ζωικών λιπών και ελαίων»” αλλά και την ελαστικοποίηση των όρων εγκατάστασης των στεγανών δεξαμενών συλλογής των αποβλήτων, που εδώ και σχεδόν 20 χρόνια προβλέπονται από την νομοθεσία.

Επίσης ζητά την “αύξηση του ορίου για το διαχωρισμό μεταξύ μέσης και χαμηλής όχλησης για τα ελαιουργεία” και τέλος διάφορες “διορθώσεις” στους κανονισμούς που διέπουν την λειτουργία τους.

Θ. Βαλσαμίδης: «Στόχος η βιώσιμη λύση»

«Στόχος μας είναι η βιώσιμη λύση», τόνισε σε δηλώσεις του ο θεματικός αντιπεριφερειάρχης κ. Θ. Βαλσαμίδης που έχει αναλάβει την υπόθεση εκ μέρους της Περιφέρειας, αρνούμενος ότι πρόκειται για προσπάθεια απομείωσης των περιβαλλοντικών κανόνων.

Ενόψη, μάλιστα, του σχετικού χρονικού ορίου που λήγει στο τέλος του χρόνου, φάνηκε ιδιαίτερα ανήσυχος για τις εξελίξεις. «Αυτή τη στιγμή μόλις πέντε από τα 54 ελαιουργεία της Λέσβου έχουν άδεια αλλά και στη Χίο η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη, αφού οι δεξαμενές που έχουν κατασκευαστεί δεν είναι στεγανές όπως ορίζει ο νόμος», τόνισε , χωρίς να εξαιρεί την Σάμο ή και την Ικαρία

«Σύμφωνα με τη νομοθεσία οι δεξαμενές αυτές δεν πρέπει να υπερβαίνουν το ένα μέτρο σε βάθος, κάτι που σημαίνει ότι θα χρειαστούν πολλά στρέμματα για να καλυφθεί η παραγωγή της Λέσβου για παράδειγμα», σημείωσε χαρακτηριστικά. Απαντώντας στους λόγους που ώθησαν την Περιφέρεια να ζητήσει την ανατροπή των περιβαλλοντικών όρων λειτουργίας τόνισε ότι «αυτοί όροι στα νησιά δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν 100%», ζητώντας να ληφθεί υπόψη ο νησιωτικός παράγοντας σε όποια αλλαγή αποφασίσει το Υπουργείο.

Ο ίδιος εξέφρασε, τέλος, την βεβαιότητα ότι και οι ιδιοκτήτες των ελαιοτριβείων έχουν καταλάβει την σοβαρότητα του θέματος και θα ενεργήσουν προς την κατεύθυνση νομιμοποίησης των επενδύσεών τους.

Τι προβλέπει η έκθεση – πρόταση της McKinsey

Σημαντικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει στις εξελίξεις και μια έκθεση ειδικών αναλυτών που χρηματοδοτήθηκε το 2012 από τον ΣΕΒ και την Εθνική Τράπεζα.

Η πρόταση λοιπόν της McKinsey προβλέπει με δυο λέξεις ότι πέντε με έξι μεγάλες εταιρείες θα πρέπει να ελέγχουν όλη την γεωργική παραγωγή της Ελλάδος. Ειδικά για το ελαιόλαδο προβλέπει τα εξής:

Αντί των 1.200 ελαιοτριβείων, που λειτουργούν σήμερα σε όλη τη χώρα, με μια μέση ετήσια παραγωγή περίπου 500 τόνους το καθένα, να δημιουργηθούν μόνο δύο mega-ελαιοτριβεία δυναμικότητος 100.000 – 150.000 τόνων το καθένα που θα απορροφούν όλη την παραγωγή ελαιολάδου. Μάλιστα, οι μελετητές αναφέρουν την Κρήτη και την Πελοπόννησο ως δύο προτεινόμενα σημεία εγκατάστασής τους. Ο στόχος είναι να επιτύχουμε «οικονομίες κλίμακας» και έτσι να μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε με χαμηλές – ισοπεδωτικές τιμές την Ισπανία, στην οποία ο παραγωγός απολαμβάνει τιμή 1,80 ευρώ το κιλό.