ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΑΒΑΤΣΗ |
Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει να μιλάει και για τον φασισμό» (Μαξ Χορκχάιμερ)
Ελπιδοφόρο: Στην Ιταλία η κοινωνική πλειοψηφία με το ΟΧΙ της 4/12/2016 αρνήθηκε τον θεσμικό περιορισμό των βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων της να αποφασίζει για την ζωή της.
Γιατί ο πραγματικός περιορισμός έχει επιτευχθεί προ πολλού, όταν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι ψηφίζουν τα ανάποδα από αυτά για τα οποία εκλέχθηκαν.
Όπως γινόταν και γίνεται και στην χώρα μας με κορυφαία στιγμή τον διασυρμό του μεγαλειώδους ΟΧΙ της 5/7/2015.Μιά στιγμή μετά την οποία δεν μπορούμε να μιλάμε για λάθη αλλά για διαρκές έγκλημα.
Στην Αυστρία, δυστυχώς, φτάσαμε στο σημείο να αναστενάζουμε με ανακούφιση που το κόμμα των ναζί δεν πλειοψήφησε…
Στην χώρα μας μετά το ξέπλυμα της Χ.Α. από την κυβέρνηση με την επίσκεψη βουλευτή της μαζί με τον υπουργό Καμένο και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στο Καστελόριζο για μια επίδειξη σύμπνοιας στον “πατριωτισμό” είχαμε μία ακόμη “επιτυχία” της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ:
Την συμφωνία στο Eurogroup για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 (και μάλλον για τα επόμενα δέκα χρόνια!) που σημαίνει κι άλλες μειώσεις μισθών και συντάξεων και φυσικά τέλος για τις ΣΣΕ, κι άλλη μείωση του κατώτατου μισθού και άλλα τέτοια “ανταγωνιστικά” που αφορούν το 70% της κοινωνίας μας. Το πιο αδύναμο…
Όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν κατορθωτά αν δεν υποχωρούσε δραματικά αν δεν αδρανούσε για πολλά χρόνια η κοινωνική πλειοψηφία. Αν δεν είχε υποταχθεί στον καταναλωτισμό σαν τρόπο ζωής, αν δεν είχε αποδεχθεί να βολεύεται όσο-όσο.
Αυτό δεν έγινε βεβαίως από τη μια μέρα στην άλλη…
Ξεκίνησε όταν μετά το παγκόσμιο μακρινό 1968, την χρονιά που υπήρξε επαναστατική κατάσταση σε μεγάλες χώρες – κλειδιά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού οι δυνάμεις της αριστεράς δεν τόλμησαν να τροφοδοτηθούν από το αίτημα των μαζών για κοινωνική χειραφέτηση και να το μετουσιώσουν σε μία στρατηγική ποιοτικής και ποσοτικής ρήξης με τον καπιταλισμό.
Έκτοτε, η αριστερά σταδιακά, σχεδόν παντού, υποτάχθηκε σε έναν απλό διεκδικητισμό που όσο κι αν ήταν αναγκαίος για την καθημερινή ζωή άλλο τόσο ήταν και εύκολο να ηττηθεί στο όνομα του νέου θεού που έγινε αποδεκτός: στην σιδερένια αναγκαιότητα της αύξησης του καπιταλιστικού κέρδους. Γιατί η αύξηση του καπιταλιστικού κέρδους θεωρήθηκε ότι θα φέρει επενδύσεις και εν τέλει ευημερία. Αρκεί να γίνουμε λίπασμα όλοι οι εργαζόμενοι για μια-δυο γενιές!
Από τότε η ταξικότητα της αριστεράς υποχώρησε δραματικά. Το ίδιο και η επίγνωση της ασυμφιλίωτης αντίθεσης, η μέχρι τότε βαθιά ριζωμένη με σκληρότατους αγώνες γνώση, ότι δεν είμαστε όλοι το ίδιο ότι υπάρχει ο κόσμος του κεφαλαίου και ο κόσμος μας. Ο κόσμος της εργασίας.
Ότι υπάρχουν αυτοί που έχουν κάθε συμφέρον να είναι με το κέρδος γιατί ζουν μέσα από αυτό και εμάς μας θεωρούν λίπασμα στις μηχανές τους. Και υπάρχουμε εμείς που δεν θέλουμε να μάθουμε τον τρόπο τους.
Και φθάσαμε στην δεκαετία του ΄90, οπότε με την παγκόσμια επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού αναπτύχθηκε μια γενιά μέσα στην σύγχυση, στην άγνοια, στην αμορφωσιά που φέρνει η κυρίαρχη κουλτούρα και η έλλειψη κοινωνικών αγώνων που θα την περιόριζε ή θα την ακύρωνε. Και επειδή ο καπιταλισμός μέσω του ιδιωτικού δανεισμού (δηλαδή της υποθήκευσης του μέλλοντός μας) έδινε την ψευδαίσθηση ότι οι περισσότεροι βγαίνουμε υλικά κερδισμένοι, οι περισσότεροι εφησυχάσαμε.
Μέχρι που ήρθε η κρίση του 2008, η οποία έβαλε σε κίνηση τμήματα των κοινωνιών.
Με αποσπασματικό τρόπο, δυστυχώς, χωρίς συμπύκνωση των επί μέρους διαθέσεων και αιτημάτων σε μία συνεκτική πρόταση και ένα συνολικό όραμα ρήξης.
Η σύγχρονη κοινωνία της κρίσης δεν κατάφερε να φτιάξει την πολιτική πρωτοπορία και την πολιτική εκπροσώπηση που έχει ανάγκη. Την αριστερά που έχει ανάγκη.
Γιατί μέχρι τώρα οι περισσότερες απόπειρες μετά από κάποια στιγμή σταματούσαν με την ανάθεση σε κάποιους φωτισμένους ηγέτες ή στους επαγγελματίες της πολιτικής. Και αν αυτό είναι φυσικό για τους πολιτικούς του αστισμού είναι εντελώς ολέθριο για την κοινωνική χειραφέτηση.
Να το πούμε διαφορετικά: Αν δεν εμπλεκόμαστε εμείς οι ίδιοι στην άμεση παραγωγή πολιτικής μέσα από συνδικάτα, κόμματα, με ταξικές οργανώσεις για την εργασία, τη δημοκρατία, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, την γνώση, με οργανώσεις που θα πασχίζουν για το συλλογικό συμφέρον, τότε η αντιπροσωπευτική δημοκρατία λόγω της ανάθεσης παύει να είναι δημοκρατία και γίνεται υποταγή σε όποιον μας πείσει ότι θα μας φροντίσει καλύτερα, όπως αυτός νομίζει.
Γιατί χάνεται κάθε δυνατότητα ελέγχου. Γιατί οι εκπρόσωποι αυτονομούνται.
Φαύλος κύκλος που οδηγεί στον άκρατο ατομισμό, στην αναξιοπρέπεια, στην αναζήτηση του εχθρού στο πρόσωπο του ανήμπορου ή κατεστραμμένου διπλανού μας (του πρόσφυγα ή του μετανάστη, του άνεργου ντόπιου) στην προσπάθεια να εξουδετερώσουμε τον διπλανό μας για να φάμε εμείς τα ψίχουλα. Είναι ο προνομιακός τρόπος σκέψης και βίωσης των πραγμάτων που οδηγεί κατευθείαν στον φασισμό. Στην απανθρωπιά και την συνολική καταστροφή.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός μας πηγαίνει προς τα εκεί. Πολλές φορές ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις ή τις προθέσεις των πολιτικών του εκπροσώπων. Γιατί το κέρδος είναι δύναμη τυφλή.
Από αυτόν τον φαύλο κύκλο υπάρχει μόνο ένας τρόπος να ξεφύγουμε: Να εμπλεκόμαστε άμεσα σε κοινωνικούς αγώνες. Για την παραγωγή μιας πολιτικής ηθικής που θα μας χωράει όλους. Αλλάζοντας τους εαυτούς μας και τον κόσμο παράλληλα.
Για να αξιωθούμε μια ζωή ισότητες και δικαιωμάτων για όλους. Δηλαδή, μία ζωή ευτυχισμένη στ΄ αλήθεια.
Αρχίζοντας από τα καθημερινά. Με σκέψη που να αγκαλιάζει όλον τον κόσμο και με δράση συγκεκριμένη. Όπως λέει κι ένα παλιό σύνθημα: “Σκέψου παγκόσμια. Δράσε τοπικά!”. Χωρίς τοπικισμό…