“Πάσχει” ο οικογενειακός γιατρός

Προβληματικό κρίνει το μέτρο του οικογενειακού γιατρού, ο Ιατρικός Σύλλογος Χίου, αφού όπως δείχνουν τα μέχρι σήμερα δεδομένα η κυβέρνηση δεν έχει στόχο την αναβάθμιση των υπηρεσιών αλλά την περικοπή των εξόδων. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε ο Ιατρικός Σύλλογος Χίου σημειώνει: ”

Η οργάνωση και η αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (Π.Φ.Υ.), παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες, βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κατώτερες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Ασφαλιστική δικλείδα των αδυναμιών του συστήματος αποτελούσε ως τώρα η απρόσκοπτη πρόσβαση στους γιατρούς, που αντίθετα σε πολλές άλλες χώρες αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα. Με τις θεσμοθετημένες πλέον αλλαγές από μέρους του Υπουργείου Υγείας, δυσκολεύει κατά πολύ η πρόσβαση στον ιατρό που είναι η «πύλη εισόδου» στο σύστημα υγείας. Αν διαιρέσουμε τα ετήσια διαθέσιμα ραντεβού του κάθε προσωπικού ιατρού με το μεγάλο πλήθος των ασθενών του, αναλογούν 2,5 επισκέψεις για κάθε ασθενή καθ’ έτος, αριθμός πολύ μικρός για ασθενείς με χρόνια νοσήματα.

 Μάλιστα, η χωρίς όρους και προϋποθέσεις δυνατότητα που δίνεται να κλείνονται τα ραντεβού μέσω της ΗΔΙΚΑ στη λογική του «όποιος προλάβει», θα έχει ως αποτέλεσμα κάποιοι «τυχεροί» να κλείνουν πολλαπλάσια ραντεβού από τις πραγματικές ανάγκες τους και κάποιοι άλλοι να αποκλείονται παντελώς από την πρόσβαση στον προσωπικό γιατρό. 

Εκτός αυτού, τα ασφυκτικά ωράρια των 15λεπτων εξέτασης ανά ασφαλιζόμενο που προβλέπει το νομοσχέδιο, είναι προφανές πως επαρκούν και μόνο για συνταγογράφηση φαρμάκων και παρακλινικών εξετάσεων και αφήνουν εκτός την κλινική εξέταση των ασθενών. Η εξέταση από γιατρούς ειδικοτήτων από την έναρξη εφαρμογής των νέων μέτρων δεν θα είναι άμεση αλλά θα πραγματοποιείται κατόπιν παραπομπής του προσωπικού γιατρού και καθορισμού νέου ραντεβού, προκαλώντας κατ’ αυτό τον τρόπο άσκοπες και επικίνδυνες καθυστερήσεις.. Κι αυτό είχε, και θα έχει ως συνέπεια την αποτυχία των σχεδιαζόμενων αλλαγών, που κίνητρο είχαν και έχουν, είτε την περικοπή δαπανών, είτε την βεβιασμένη απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων. 

Αντίθετα, ποτέ ως τώρα δεν δόθηκε η απαιτούμενη έμφαση στην πρόληψη και στη διαχείριση των χρόνιων νοσημάτων του κάθε πολίτη που ζει και εργάζεται στη χώρα, στην συμπλήρωση των ηλεκτρονικών ιατρικών φακέλων του ασθενών, στα οργανωμένα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου του συνόλου του πληθυσμού, στα προγράμματα αποκατάστασης και στήριξης της αναπηρίας. 

Παρότι πολλά από αυτά έχουν θεσμοθετηθεί, μνημονεύονται και πάλι στις προθέσεις της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης, αλλά και πάλι θα παραμείνουν ανενεργά. Δεν υπάρχει πρόβλεψη για ομάδα υγείας που θα αναλάβει την προαγωγή υγείας, θα σχεδιάσει και θα υλοποιήσει προγράμματα προληπτικής ιατρικής, δεν θεσμοθετούνται στόχοι για βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της Π.Φ.Υ., δεν προβλέπεται με συγκεκριμένα μέτρα η αναγκαία διασύνδεση της πρωτοβάθμιας με τη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια φροντίδα υγείας. 

Οι θεσμοθετημένες αλλαγές περισσότερο παραπέμπουν στη λογική περικοπής κρατικών δαπανών στα πλαίσια ενός κλειστού προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ και όχι ουσιαστικής αναβάθμισης των υπηρεσιών υγείας. Μάλιστα τα αντικίνητρα που σχεδιάστηκαν για να πιέσουν τους ασθενείς να επιλέξουν ΠΙ, με δεδομένη την απροθυμία των ιατρών να μπουν στο σύστημα, θα έχει ως αποτέλεσμα, οι ασθενείς να μη βρίσκουν οικογενειακό ιατρό να εγγραφούν και τελικά να επιβαρύνονται με την άδικη αύξηση της οικονομικής συμμετοχής τους σε εξετάσεις και φάρμακα. 

Είναι απορίας άξιο, πως για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα όπως είναι αυτό της Π.Φ.Υ., δεν έχει υπάρξει ποτέ ως τώρα ουσιαστική διαβούλευση των πολιτικών ηγεσιών ούτε με τους υγειονομικούς ούτε με τους φορείς των ασφαλισμένων. 

Ακόμα και τούτη την ώρα όμως, υπάρχει χρόνος, ώστε πολιτεία και φορείς υγειονομικών και ασφαλισμένων να προχωρήσουν σε ένα εποικοδομητικό διάλογο που σκοπό να έχει την ουσιαστική βελτίωση της Π.Φ.Υ..”