Διαπρέπει παντού, εκτός της Χίου, το χιώτικο πρόβατο

Η αξία του είναι αναγνωρισμένη παγκοσμίως. Η μια μετά την άλλη οι φάρμες και οι κτηνοτροφικοί συνεταιρισμοί στρέφονται στο χιώτικο πρόβατο. Στην Τουρκία υπάρχουν ολόκληρα εκτροφεία αλλά στο ίδιο το νησί του ο πληθυσμός του μετριέται περίπου στα 400 κεφάλια.

Ο λόγος για το χιώτικο πρόβατο  για το οποίο κατά διαστήματα εκφράζονται προοπτικές επένδυσης, όπως πριν από χρόνια από τον όμιλο Τσάκου, αλλά ουδέποτε προχώρησαν.

Ο νομοκτηνίατρος Χίου κ. Ισίδωρος Αμέντας μιλώντας στον astraparis.gr αναφέρει ότι ο πληθυσμός του χιακού πρόβατου στο νησί δεν ξεπερνά τα 400. Οι Χιώτες κτηνοτρόφοι δεν προτιμούν το πρόβατο γιατί θεωρείται… απαιτητικό, ενώ και λόγω μορφολογίας του εδάφους έχουν στραφεί κυρίως στα κατσίκια.

Τελευταία πιστοποίηση της αξίας του χιακού πρόβατου έρχεται από την ιστοσελίδα ypaithros.grμε τίτλο: «Στην μάχη των φυλών κερδισμένοι οι Χιώτες».

 Το άρθρο:

«Ο Αντώνης Τουρκοχωρίτης ξεκίνησε ως βιοκαλλιεργητής και πτηνοτρόφος, κάνοντας τα πρώτα του βήματα στη ζωική παραγωγή. Στην πορεία, τον κέρδισε η κτηνοτροφία και αποφάσισε να ασχοληθεί με την εγχώρια Χιώτικη φυλή, εφαρμόζοντας ένα Σχέδιο Βελτίωσης και νέες τεχνολογίες στην παραγωγική διαδικασία. Το αρχικό του κεφάλαιο αριθμούσε 300 ζώα, ενώ σήμερα ο «Αμνός», όπως ονομάζεται η εταιρεία του, διαχειρίζεται 700 Χιώτικα πρόβατα. Απώτερος σκοπός του να παράγει βιολογικά προϊόντα γιατί, όπως αναφέρει στην «ΥΧ», τα πλεονεκτήματα των εγχώριων φυλών είναι πολλά και συχνά περνάνε απαρατήρητα.

Ταξίδεψε πολύ και σε πολλές χώρες, μελετώντας ξένες φυλές προβάτων και συγκρίνοντας τα χαρακτηριστικά αναμεταξύ τους αλλά και σε σχέση με τις ντόπιες. «To Χιώτικο είναι ένα πρόβατο το οποίο συμπεριφέρεται πολύ καλά στις ελληνικές συνθήκες, έχει υψηλές αποδόσεις και πολυδυμία κατά τη γέννα. Ο μέσος όρος παραγωγής, εφόσον βέβαια υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές και τα ζώα τρέφονται σωστά, μπορεί να φτάσει και τα 400 κιλά. Ο μέσος όρος στις γέννες φτάνει τα 2,8 αρνιά ανά προβατίνα. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν οι ξένες φυλές να συγκριθούν με τη Χιώτικη. Oι ξένες φυλές, όπως η Ασσάφ και η Λακόν, ηττούνται κατά κράτος. Η ποιότητα του γάλακτος είναι υποδεέστερη και με χαμηλότερα λιπαρά. Η προσαρμοστικότητα και η ανθεκτικότητά τους στο ελληνικό κλίμα είναι δύσκολη και παράλληλα παραείναι ευαίσθητα σαν ζώα», τονίζει, ενώ δεν ξεχνά να αναφέρει πως διατηρώντας μια ντόπια φυλή εναρμονίζεται πλήρως με τους κανονισμούς παραγωγής Φέτας.

Ζητούμενο η βελτίωση

Ο μέσος όρος στις γέννες φτάνει τα 2,8 αρνιά ανά προβατίνα. Ο ίδιος συνεργάζεται με το Γεωπονικό Αθηνών για τη βελτίωση των ζώων του και της παραγωγής του, όμως πρόκειται για την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Και ο κανόνας είναι πως αυτήν τη στιγμή τα γενετικά προγράμματα για εγχώριες φυλές μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.

«Είναι ένα σημαντικό ζήτημα και τα πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα θα μπορούσαν, σε συνεργασία με τους παραγωγούς και ειδικά με τους συνεταιρισμούς, να αναπτύξουν γενετικά προγράμματα για τις ντόπιες φυλές. Εγώ συνεργάζομαι με το ΓΠΑ και ιδιαίτερα με τον κύριο Ζέρβα και, μέχρι στιγμής, η συνεργασία μας είναι άρτια και παράγει έργο», μας λέει.

Βιολογικό σιτηρέσιο, όχι ενσιρώματα

«Προσπαθώ να αντικαταστήσω τη σόγια με λούπινο ώστε να καλύπτω τις ανάγκες σε πρωτεΐνη. Παράλληλα, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ενισχύω το σιτηρέσιο χρησιμοποιώντας φύλλα ελιάς για να το εμπλουτίσω με πολυφαινόλες και να ανεβάσω τα λιπαρά του οξέα», τονίζει ο κ. Τουρκοχωρίτης, ενώ αποκαλύπτει και το σχέδιό του για βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου γάλακτος με χρήση αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.

Ο μέσος όρος στις γέννες φτάνει τα 2,8 αρνιά ανά προβατίνα.Εξίσου ενδιαφέρουσα, όσο και καινοτόμα, είναι η προσέγγιση που ακολουθεί στα σανοδοτικά φυτά, κυρίως στη μηδική: «Ξεκινάμε περίπου την άνοιξη και η διαδικασία ολοκληρώνεται λίγο πριν από τον χειμώνα, για να γλιτώσουμε τους παγετούς. Ένα μέρος της πρώτης κοπής της μηδικής το δεματοποιούμε άμεσα και το υπόλοιπο το δίνουμε απευθείας στα ζώα, αφού το αφήνουμε να παραμείνει στο χωράφι για δύο περίπου ημέρες. Χρησιμοποιούμε μεγάλο αριθμό λειμώνιων φυτών, τα οποία τα διαθέτουμε απευθείας στα ζώα, με τον ίδιο τρόπο που περιέγραψα».

Οι τεχνικές αυτές τού έχουν επιτρέψει να τρέφει τα ζώα του με υψηλής ποιότητας ζωοτροφή, χωρίς να στραφεί στα ενσιρώματα, για τα οποία εκφράζει μία επιφύλαξη, καθώς μία κακή ενσίρωση εγκυμονεί πληθώρα κινδύνων.

«Αυτό που έχω δει όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι η ποιότητα των ζωοτροφών μας είναι πολύ καλύτερη όταν ακολουθείται η τεχνική της φυσικής ξήρανσης και όχι η ενσίρωση. Το κόστος ενσίρωσης είναι χαμηλότερο, αλλά ρισκάρεις να υποβαθμιστεί η ποιότητα της τροφής. Αυτό είναι σαφές ότι προκαλεί προβλήματα υγείας στα ζώα και μειωμένη παραγωγή γάλακτος».

Όταν οι εταιρείες ελληνοποιούν ξένο γάλα σωρηδόν, είναι λογικό το δικό μας να μένει αδιάθετο

Όπως και το σύνολο των κτηνοτρόφων της χώρας, ο Αντώνης Τουρκοχωρίτης δεν μπορεί να κρύψει την πικρία του για την ισοπέδωση του κλάδου, παράλληλα με τις τιμές του γάλακτος. Τα πυρά του είναι στοχευμένα αλλά και εύστοχα, τονίζοντας πως απέναντι στις αθέμιτες τακτικές της μεταποίησης, οι κτηνοτρόφοι πρέπει να υψώσουν το συνεταιριστικό τους ανάστημα.

«Οι τιμές του πρόβειου γάλακτος βρίσκονται κοντά στον πάτο και το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης το έχει ο μεταποιητικός τομέας. Όταν οι εταιρείες ελληνοποιούν ξένο γάλα σωρηδόν, είναι λογικό το δικό μας να μένει αδιάθετο. Εγώ προσωπικά συμμετέχω στον Κτηνοτροφικό Συνεταιρισμό Βοιωτίας, όπου κοινός μας στόχος είναι η μεταποίηση του προϊόντος που παράγουμε, από εμάς τους ίδιους. Ξεκινήσαμε πρόσφατα 21 παραγωγοί και ο αριθμός σιγά-σιγά ανεβαίνει. Προσπαθούμε να μεταποιήσουμε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής μας και να παράγουμε δικά μας τοπικά προϊόντα, σε συνεργασία με το τμήμα Γαλακτοκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθήνας».

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ