Περισσότεροι από τους μισούς Σουδανούς έχουν ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας

Περισσότεροι από τους μισούς Σουδανούς έχουν ανάγκη ανθρωπιστική βοήθεια, ανακοίνωσε χθες, Τετάρτη, ο ΟΗΕ, έπειτα από έναν μήνα και πλέον συγκρούσεων μεταξύ του στρατού και παραστρατιωτικής οργάνωσης, με τις διπλωματικές προσπάθειες για επίλυση της κρίσης να μην έχουν αποφέρει κανένα αποτέλεσμα μέχρι στιγμής.

Τουλάχιστον 1.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από τις 15 Απριλίου, όταν ξεκίνησαν οι συγκρούσεις, περίπου 840.000 έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά και 220.000 έχουν καταφύγει σε άλλες χώρες. Ο ΟΗΕ αναθεώρησε προς τα πάνω χθες την έκκλησή του για συγκέντρωση πόρων, επισημαίνοντας ότι χρειάζεται 2,6 δισεκ. δολάρια για να βοηθήσει το Σουδάν.

«Σήμερα 25 εκατομμύρια άνθρωποι – περισσότερο από τον μισό πληθυσμό του Σουδάν-έχουν ανάγκη ανθρωπιστική βοήθεια και προστασία», δήλωσε ο Ραμές Ραζασινγκάμ υπεύθυνος του ΟΗΕ για τις Ανθρωπιστικές Υποθέσεις.

Σε αυτά τα χρήματα προστίθεται μισό δισεκατομμύριο προκειμένου να παρασχεθεί βοήθεια στους πρόσφυγες που έχουν καταφύγει σε γειτονικές χώρες. Φέτος ο ΟΗΕ προβλέπει ότι οι Σουδανοί πρόσφυγες θα φτάσουν το ένα εκατομμύριο.

Πριν το ξέσπασμα των συγκρούσεων μεταξύ του στρατού υπό τον στρατηγό Άμπντελ Φάταχ αλ Μπουρχάν και τους παραστρατιωτικούς των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (ΔΤΥ) υπό τον στρατηγό Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκλό, ήδη ένας άνθρωπος στους τρεις υπέφερε από πείνα στη χώρα των 45 εκατομμυρίων κατοίκων.

Πλέον τα τρόφιμα είναι ακόμη πιο σπάνια. Στο Χαρτούμ, όπου ζουν πέντε εκατομμύρια άνθρωποι, όσοι δεν έχουν φύγει παραμένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους, αναγκασμένοι να περιορίσουν την κατανάλωση τροφίμων και χωρίς χρήματα, καθώς οι τράπεζες έχουν κλείσει.

Η ανθρωπιστική βοήθεια λεηλατήθηκε. Οι Γιατροί χωρίς Σύνορα (MSF) ανακοίνωσαν ότι «ένοπλοι άνδρες εισήλθαν την Τρίτη στην αποθήκη στο Χαρτούμ και λεηλάτησαν» τουλάχιστον «δύο οχήματα γεμάτα τρόφιμα».

Παρά το χάος που κυριαρχεί στο Χαρτούμ και στην επαρχία Νταρφούρ, στα σύνορα με το Τσαντ, όπου στις μάχες παίρνουν μέρος μέλη φυλών και άμαχοι, οι διαπραγματεύσεις για μια ανθρωπιστική εκεχειρία δεν φαίνεται να οδηγούν πουθενά.

Εκπρόσωποι των αντιμαχόμενων πλευρών, που συναντώνται στη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, συμφώνησαν να οριστούν ανθρωπιστικοί διάδρομοι προκειμένου να μπορέσουν να φύγουν οι άμαχοι και να φθάσει βοήθεια. Όμως δεν έχει υπάρξει κάποια πρόοδος έπειτα από αυτή την αρχική συμφωνία.

Ωστόσο ο Μάικλ Ντάνφορντ, περιφερειακός διευθυντής του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος (WFP), τονίζει ότι «είναι κρίσιμης σημασίας οι εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές οργανώσεις να έχουν πρόσβαση, πόρους και εγγυήσεις ασφαλείας για να στηρίξουν αποτελεσματικά όσους εξαρτώνται από αυτούς για να επιβιώσουν».

Στη Τζέντα, όπου αύριο, Παρασκευή, θα διεξαχθεί σύνοδος κορυφής του Αραβικού Συνδέσμου, οι επικεφαλής της διπλωματίας της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας, όπως και ο επικεφαλής του Αραβικού Συνδέσμου, τάχθηκαν υπέρ μιας εκεχειρίας, χωρίς όμως να προτείνουν ένα πλαίσιο για την επίτευξή της.

Οι αραβικές χώρες είναι βαθιά διχασμένες σε ό,τι αφορά το Σουδάν: η Αίγυπτος είναι σύμμαχος του Μπουρχάν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα του Νταγκλό και το Ριάντ έχει σχέσεις και με τις δύο πλευρές.Όμως οι διπλωματικές προσπάθειες εντείνονται διότι οι γειτονικές χώρες φοβούνται εξάπλωση των συγκρούσεων. Το Rift Valley Institute προειδοποιεί ότι «είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς οι δύο στρατηγοί μπορεί να αναγκαστούν να σταματήσουν τη βία».

Πίσω από αυτό τον πόλεμο, εξηγούν οι ειδικοί, βρίσκεται και ο ανταγωνισμός μεταξύ φυλών, που ιστορικά μονοπωλούν την εξουσία, και τους πόρους και άλλων, που είναι πιο περιθωριοποιημένες. «Αν συνεχιστεί η σύγκρουση, αυξάνεται ο κίνδυνος να εμπλακούν σε αυτή εξωτερικοί παράγοντες», προσθέτει το Rift Valley Institute.

Πηγή:   ΑΠΕ-ΜΠΕ (amna.gr)