Μία… μικροζυθοποιία σε κάθε νομό της Ελλάδας

«Φουσκώνουν» σαν τον αφρό της μπίρας. Αλλά ευτυχώς δεν «κάθονται» τόσο γρήγορα ή τόσο πολύ όπως συμβαίνει με τον αφρό της μπίρας ύστερα από λίγη ώρα. Ο λόγος για τις μικροζυθοποιίες, οι οποίες αυξάνονται με ραγδαίο ρυθμό τα τελευταία χρόνια, καθώς από μόλις έξι το 2009 –εκ των οποίων τρεις δεν υπάρχουν πια– τώρα υπολογίζονται σε περίπου 45.

Αν κοιτάξει κάποιος τον χάρτη της Ελλάδας και αντιστοιχίσει πάνω σε αυτόν τις ζυθοποιίες, προκύπτει ότι σχεδόν σε κάθε νομό της χώρας έχει δημιουργηθεί και από μία μικροζυθοποιία: από τη «Μικροζυθοποιία Σερρών & Βορείου Ελλάδας», γνωστή περισσότερο από την μπίρα «Voreia», με έδρα τις Σέρρες μέχρι την «Κρητική Ζυθοποιία» με την μπίρα… «Χάρμα» στον Πλατανιά Χανίων, από την Κέρκυρα με την «Κερκυραϊκή Μικροζυθοποιία» και την Corfu Beer μέχρι την Ικαρία με την μπίρα «Ικαριώτισσα» από την Ικαριακή Ζυθοποιία.

Ποιος είναι ο λόγος για το αρκετά παράδοξο αυτό φαινόμενο, της ραγδαίας ανάπτυξης μικροζυθοποιείων στα χρόνια της κρίσης, δεδομένου, μάλιστα, ότι η ζυθοποίηση δεν είναι και κάποιο φθηνό χόμπι; «Αρχισε να υπάρχει η ανάγκη για την παραγωγή πιο ξεχωριστών προϊόντων, πιο ιδιαίτερων, πιο εξειδικευμένων. Το ζητούσαν οι ίδιοι οι καταναλωτές. Πρόκειται στην πραγματικότητα για την ίδια τάση που εκδηλώθηκε στον χώρο του κρασιού στην Ελλάδα, αλλά που στο κρασί έγινε πριν από 25-30 χρόνια. Κι έτσι, ενώ και εκεί υπήρχαν λίγες μόνο και μεγάλες οινοποιητικές επιχειρήσεις, εμφανίστηκαν στη συνέχεια το ένα μετά το άλλο πολλά κτήματα», εξηγεί ο κ. Σοφοκλής Παναγιώτου, ο οποίος από το 2009 έχει δημιουργήσει μαζί με τον αδερφό του Γιώργο τη «Septem Μικροζυθοποιία», μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες εταιρείες της εν λόγω κατηγορίας στην Ελλάδα με σημαντικές πλέον εξαγωγές ακόμη και μέχρι την Αυστραλία. Μάλιστα, όπως ο ίδιος επισημαίνει η ενασχόληση με την παραγωγή μπίρας είναι αρκετά πιο κοστοβόρα από αυτήν της παραγωγής οίνου ή ελαιολάδου.

Ενας άλλος λόγος που η μικροζυθοποιία γνωρίζει ανάπτυξη στην Ελλάδα –τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ύπαρξη πολλών ετικετών και όχι τα μεγάλα μερίδια– είναι η τάση που καταγράφηκε τα τελευταία χρόνια για στήριξη ελληνικών σημάτων ή για τη στήριξη εταιρειών ελληνικών συμφερόντων. Οι ονομασίες μπίρας που παράγουν οι μικροζυθοποιίες στην Ελλάδα είναι στην πλειονότητά τους ελληνικές, ενώ δεν λείπουν και οι ονομασίες εκείνες με «χρώμα» ελληνικό και αρκετή δόση χιούμορ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι μπίρες «Κατσίκα» της Μικροζυθοποιίας Φολεγάνδρου, η «Σκνίπα» της Πρότυπης Μικροζυθοποιίας Θεσσαλονίκης ή η μπίρα «Φονιάς» που παράγεται από τη Μικροζυθοποιία Σαμοθράκης και φυσικά η ονομασία του προϊόντος παραπέμπει στον ομώνυμο καταρράκτη.

Ο λεγόμενος «οικονομικός πατριωτισμός» βρήκε στον κλάδο της ζυθοποιίας ίσως τη μεγαλύτερη εφαρμογή του, με τις μεγάλες ζυθοποιίες που παράγουν στην Ελλάδα αλλά αποτελούν θυγατρικές ξένων ομίλων, να τονίζουν την ελληνικότητα των προϊόντων τους και τη συνεισφορά τους στην ελληνική οικονομία, ευρισκόμενες συχνά σε θέση άμυνας. Καθοριστικό ρόλο, βεβαίως, στην αντιπαράθεση αυτή έχουν εταιρείες όπως η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης (ΕΖΑ) και η Ζυθοποιία Μακεδονίας – Θράκης (Βεργίνα), οι οποίες, άλλες χρονιές βρίσκονται πάνω από το όριο του χαρακτηρισμού τους ως μικροζυθοποιίες (δηλαδή η ετήσια παραγωγή τους υπερβαίνει τα 200.000 εκατόλιτρα) και άλλες χρονιές κάτω από αυτές.

Μπορεί λοιπόν οι μικροζυθοποιίες να έχουν αυξηθεί πολύ, όμως σε επίπεδο μεριδίων αγοράς η παρουσία τους παραμένει εξαιρετικά μικρή. Εάν εξαιρεθούν οι ΕΖΑ και η «Βεργίνα» το μερίδιο αγοράς, σύμφωνα με τον κ. Σ. Παναγιώτου, ο οποίος είναι πρόεδρος της διοικούσας επιτροπής της Ελληνικής Ενωσης Ζυθοποιών, είναι κάτω από 1%, περίπου στο 0,9%. Αντιθέτως, φτάνει το 8%-9% εάν συμπεριληφθούν στο μερίδιο της μικροζυθοποιίας και οι δύο προαναφερθείσες εταιρείες.

Η συνεργασία αρκετών εξ αυτών με μεγάλες εταιρείες διανομής αλκοολούχων ποτών είχε ως αποτέλεσμα κάποιες να βρουν θέση στα ράφια των μεγάλων σούπερ μάρκετ, αλλά και στο κανάλι της εστίασης, υπερβαίνοντας μάλιστα τα καταστήματα τοπικής εμβέλειας.

Παρά τη ραγδαία ανάπτυξή της και τον σχεδόν οκταπλάσιο αριθμό των επιχειρήσεων σε σχέση με λίγα χρόνια πριν, η ελληνική μικροζυθοποιία παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη σε σύγκριση με τις άλλες χώρες. Στην Ιταλία λειτουργούν 1.200 μικροζυθοποιίες, στη Γαλλία 1.000, στο Ηνωμένο Βασίλειο περίπου 2.000, στην Ολλανδία 550, στην Τσεχία 450. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Πανευρωπαϊκής Ενωσης Ζυθοποιών, η κατανάλωση μπίρας ανήλθε συνολικά το 2016 σε 3,88 εκατομμύρια εκατόλιτρα, η οποία αντιστοιχεί σε 36 λίτρα/κεφαλή ετησίως, η τρίτη χαμηλότερη στην Ε.Ε., μετά τη Γαλλία (33 λίτρα/κεφαλή ετησίως) και την Ιταλία (31 λίτρα/κεφαλή ετησίως).

ΠΗΓΗ: KATHIMERINI.GR (της Δήμητρας Μανιφάβα, από την έντυπη έκδοση)